- όγκινος
- ὄγκινος, ὁ (Α)1. άγκιστρο, αρπάγη2. μέρος τής ακίδας τού βέλους3. όργανο βασανισμού που έμοιαζε με νύχια γαμψώνυχου πτηνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncinus < uncus «άγκιστρο, αγκύλος» (βλ. λ. όγκος [II])].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀγκίνους — ὄγκινος hook masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκίνων — ὄγκινος hook masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγκινοι — ὄγκινος hook masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογκινάρα — ὀγκινάρα, ἡ (Α) πιθ. το βασανιστήριο όργανο ὄγκινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκινος + μεγεθ. κατάλ. άρα] … Dictionary of Greek
укоть — ж. крюк , церк., др. русск. укоть коготь, якорь , также юкоть – то же, сербск. цслав. ѫкоть ж. ὄγκινος. Родственно лит. ankа веревочная петля (Бецценбергер, Lit. Forsch. 96), петля, на которой висит рея , др. инд. aŋkas м. крюк, скоба , осет.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
άγκινας — ο και αγκινάρι, το 1. τσιγκέλι, αρπάγη, άγκιστρο 2. το κυρτό πάνω άκρο τού αδραχτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὄγκινος (= αγκίστρι) … Dictionary of Greek
ογκινίσκος — ὀγκινίσκος, ὁ (ΑΜ) [όγκινος] μικρό άγκιστρο, μικρή αρπάγη … Dictionary of Greek
ογκινωτός — ή, ό [όγκινος] αυτός που το άκρο του έχει αγκιστρωτά δόντια («ογκινωτός ήλος» ειδικό καρφί για το κάρφωμα τού ξύλινου σκελετού τών πλοίων, η χάρπα) … Dictionary of Greek
ank-2, ang- — ank 2, ang English meaning: “to bend, bow, *flex; wangle; turn; curve, snake coil, anchor” Deutsche Übersetzung: “biegen” Material: Illyr. TN Encheleae (Enchelleae) Illyr. TN associated with the coils of the snake, Ilirus and… … Proto-Indo-European etymological dictionary